άνοψη

άνοψη
η
1. η θέα αντικειμένου από το κάτω μέρος
2. αρχιτεκτ. σχέδιο οικοδομήματος ή μηχανήματος σε οριζόντια τομή, όταν το βλέπει κανείς από κάτω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”